μεσουράνιον

μεσουράνιον
μεσουράνιος
in mid-heaven
masc/fem acc sg
μεσουράνιος
in mid-heaven
neut nom/voc/acc sg
μεσουρανέω
to be in mid-heaven
imperf ind act 3rd pl (doric)
μεσουρανέω
to be in mid-heaven
imperf ind act 1st sg (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • μεσουράνιος — α, ο (Α μεσουράνιος, ον) (για ουράνιο σώμα) αυτός που βρίσκεται στο μέσο τού ουρανού νεοελλ. (ο πληθ. τού ουδ. ως ουσ.) τα μεσουράνια το μέσο τού ουρανού, τα μεσούρανα αρχ. (ο εν. τού ουδ. ως ουσ.) τὸ μεσουράνιον η θέση τού Ηλίου στο μέσο τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”